«Μόνο μη μου ζητήσετε να λύσω το πρόβλημα της ατεκνίας», τους είπε σε μια σπάνια στιγμή ευδιαθεσίας ο καπετάν Διαμαντής. «Το σπέρμα μου κουβαλάει πιο πολύ ιώδιο κι από τραυματιοφορέα. Το πιθανότερο είναι να γεμίσω το νησί γοργόνες…» Τις νύχτες που δε φυσούσαν τα μελτέμια κουβαλώντας στα πέλαγα τους αναστεναγμούς των ερωτευμένων λοστρόμων, το μικρό νησί δε μύριζε ασβέστη κι αγιόκλημα, αλλά αισθήματα. Γλυκά, πικρά, αθώα, πρόστυχα, αξιοπρεπή κι αναξιοπρεπή αισθήματα. Σαν την απέχθεια του παπά Λάμπρου για τη μαντάμ Λουκρητία, σαν το μίσος της απατημένης Ερασμίας για τον δήμαρχο Επαμεινώνδα, σαν την εμμονή του δημοδιδάσκαλου Σωκράτη για τον αγροφύλακα Μελέτη, σαν το πάθος της φιλήδονης Μελίνας για τον σύντροφο Όμηρο, ή σαν τον απελπισμένο έρωτα της Μαρίνας και του Ερνέστου που αν και κοιμόνταν χώρια, αντάμωναν κάθε βράδυ στα όνειρά τους, μόνο αποκούμπι μιας αγάπης που στραγγαλιζόταν στο όνομα κάποιας περιώνυμης θαλασσινής βεντέτας. Παντελώς ανεμοδαρμένη απ’ τον βόρειο άνεμο τους χειμώνες της κι ελαφρώς τσουρουφλισμένη απ’ τον ήλιο τα καλοκαίρια της, πάντα λοξή και λίγο αλλόκοτη, η λιλιπούτεια νήσος αρμένιζε στις θάλασσες κουβαλώντας στις ράχες της τις λίγες ψυχές που γαντζώθηκαν πάνω της πεισματικά. Η Θέρος ήταν ένα νησί σχεδόν αμετακίνητο κι εντελώς περίπου. Περίπου πρωτόγονο, περίπου πολιτισμένο, περίπου πραγματικό, περίπου φανταστικό, περίπου στο πουθενά.