Στο μυθιστόρημα "Το τυφλό γουρούνι στη δεύτερη οδό", η Σώτη Τριανταφύλλου μας ταξιδεύει στην ιστορία της οικογένειας Φιλιππόπουλου, ή Φίλιπς όπως μετονομάστηκαν κάποια μέλη της στην Αμερική, από τις αρχές του 20ού αιώνα. Η αφήγηση ξεκινά όταν ο Κρις Φίλιπς, γιος ενός από τους μετανάστες, βρίσκει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του θείου του, Λη (Ηλία στην Ελλάδα). Αυτό το εύρημα γίνεται η αφορμή για να αναπλάσει την ιστορία της οικογένειας μέσα από τη δική του σκοπιά.
Η ιστορία κινείται ανάμεσα στο αφηγηματικό παρόν του Κρις στο Μέμφις του 1968, όπου παίρνει ριζικές αποφάσεις για τη ζωή του, και στο παρελθόν της οικογένειας, με επίκεντρο τα δύο αδέλφια, τον Ηλία και τον Γιάννη, που μετανάστευσαν από τον Πειραιά στη Νέα Υόρκη το 1918 και κατέληξαν στο Μέμφις. Παρακολουθούμε τις διαφορετικές τους πορείες: ο Γιάννης μπλέκει με τον υπόκοσμο ενώ ο Λη γίνεται ένας αριστερός που θαμπώνεται από τη Σοβιετική Ένωση.
Μέσα από τις ιστορίες των δύο αδελφών και την αφήγηση του Κρις, ζωντανεύουν σημαντικά γεγονότα του 20ού αιώνα, από τους Παγκόσμιους Πολέμους και το κραχ του ’29 μέχρι την ποταπαγόρευση και τον Μακαρθισμό, συνδέοντας την αμερικανική ιστορία με την ελληνική, όπου βιώνουμε την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Η Σώτη Τριανταφύλλου συνθέτει ένα πολυσύνθετο χρονικό γεμάτο ζωντανούς χαρακτήρες, χιούμορ και κοινωνικές παρατηρήσεις, εξερευνώντας τη μοίρα των ανθρώπων σε σχέση με τις ιστορικές συγκυρίες.
Αποφάσισα να γράψω το «Τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη οδό» όταν διάβασα τα απομνημονεύματα του θείου Λη, που εκδόθηκαν στα ρωσικά το 1963. Στο βιβλίο με τίτλο «Αριστερή πλευρίτιδα: αναμνήσεις ενός Αμερικανού Κόκκινου» —που θα μπορούσε να έχει υπότιτλο «Το ρομάντζο του αμερικανικού κομμουνισμού» ή κάτι παρόμοιο — ο Λη Φίλιπς, πρώην Ηλίας Φιλιππόπουλος, αφηγείται τη ζωή του από το 1918, όταν πήρε το καράβι για την Αμερική, μέχρι το 1961, όταν εγκατέλειψε το Μέμφις του Τεννεσσί για να εγκατασταθεί στη λατρεμένη του Μόσχα.
Έγραφα λίγες σελίδες κάθε βράδυ στη διαδρομή προς την Καλιφόρνια, όπου πήγα να συναντήσω τον αδερφό μου τον Πάντυ, κι έπειτα στη Μοντάνα, όπου ταξίδεψα μόνο και μόνο για να δω πώς είναι η Μέρυ Κέυ είκοσι χρόνια αργότερα. Το χειρόγραφο —τριακόσιες είκοσι σελίδες γραμμένες στη γραφομηχανή, με τις μουτζούρες και τα σβησίματα— το είχα βάλει στο ντουλαπάκι του στέισον βάγκον ανάμεσα σε διάφορα μικροαντικείμενα: έναν φακό, ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια, την άδεια του αυτοκινήτου και δυο κλήσεις της τροχαίας για υπερβολική ταχύτητα. Και θα το ξεχνούσα εκεί αν δεν πήγαινα επιστρέφοντας στο Μέμφις, στη μάντρα του Χάρρυ Γουάιτ για να ανταλλάξω το στέισον βάγκον με ένα παλιό Όλντσμομπιλ.
Κανείς δεν μου ζήτησε να αφηγηθώ την ιστορία των Φίλιπς και της πόλης μας, του Μέμφις του Τεννεσσί. Κανείς δεν μου ζήτησε να μην την αφηγηθώ. Έτσι, αφηγήθηκα αυτή την αληθινή ιστορία που είναι γεμάτη ψέματα.