Το 1936 γνώρισε τη συγγραφέα Έλσα Μοράντε (1912-1985), την οποία παντρεύτηκε το 1941. Μαζί αποτέλεσαν ένα λογοτεχνικό ζευγάρι αναφοράς στο πολιτιστικό και καλλιτεχνικό στερέωμα της Ρώμης. Μοιράστηκαν το σπίτι της Via dell’Oca μέχρι το 1963, όταν ο Μοράβια μετακόμισε στο Lungotevere della Vittoria, το τελευταίο του σπίτι. Για τη Μοράντε, ο Μοράβια είχε πει: «Χάρη στις μοναδικές ανθρώπινες και καλλιτεχνικές της ιδιότητες, κατάφερα να είμαι “μαζί της” με όλη μου την καρδιά σε όλη μου τη ζωή». Στις επιστολές που ο Μοράβια ανταλλάσσει με τη Μοράντε μεταξύ του 1947 και της δεκαετίας του 1980, συγκρούονται ένας άνδρας και μια γυναίκα, και μαζί δύο μεγάλοι συγγραφείς του 20ού αιώνα. Η αξία των ντοκουμέντων αυτής της συλλογής έγκειται, επομένως, στην εκ βαθέων μαρτυρία ενός δεσμού όπου η ζωή δεν μπορεί ποτέ να είναι απολύτως διαχωρισμένη από την τέχνη, κι έτσι ο έρωτας, στοιχείο προσωπικό και ταυτόχρονα λογοτεχνικό όσο τίποτε άλλο, μεταφέρεται σε μια άλλη, οικουμενική διάσταση. Το αποδεικνύουν αυτές οι επιστολές που ο Μοράβια έγραψε αυθόρμητα, με μια πηγαία αλήθεια και με εκείνη τη σεμνότητα που δεν τον εμπόδιζε να μοιραστεί συγκινήσεις, ιδέες και ανησυχίες […]. Ενωμένοι και ταυτόχρονα χωρισμένοι για μια ολόκληρη ζωή. Τους χωρίζουν οι διαφορές του χαρακτήρα και η καταγωγή -αστική για αυτόν, ταπεινή για εκείνη- που δυσχεραίνει από την πρώτη στιγμή την ισορροπία της σχέσης […]. Αυτό που τους ενώνει, όμως, είναι πάνω απ’ όλα «το δαιμόνιο της λογοτεχνίας», το οποίο στην αλληλογραφία εκδηλώνεται σπάνια, μα είναι πανταχού παρόν σε ένα υπόγειο επίπεδο, έτοιμο να ξεπροβάλει όταν η ζωή το απαιτεί.